επιτονισμός

επιτονισμός
ο
η κύμανση τού ύψους τής φωνής κατά την εκφώνηση τού λόγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην Ελληνική τού ξέν. όρου intonation].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παραγλωσσικός — ή, ό γλωσσ. 1. αυτός που μολονότι δεν ανήκει στο γλωσσικό σύστημα υποβοηθά την γλωσσική επικοινωνία 2. φρ. «παραγλωσσικά φαινόμενα» φαινόμενα τα οποία χωρίς να αποτελούν μέρη τού γλωσσικού συστήματος ενσωματώνονται στη γλώσσα και βοηθούν στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”